- επικρέμαση
- [-ις (-εως)ί η вешание, подвешивание -
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επικρέμαση — η το κρέμασμα πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρεμάννυμι. Η λ. στον λόγιο τ. επικρέμασις μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
ἐπικρεμάσῃ — ἐπικρεμάννυμι hang over aor subj mid 2nd sg ἐπικρεμάννυμι hang over aor subj act 3rd sg ἐπικρεμάννυμι hang over fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)